Είναι αλήθεια ότι η μεγάλη ανάγκη για εργασία στις μέρες μας έχει οδηγήσει πολλούς εργαζομένους στο να αναγκάζονται να δεχτούν ιδιαίτερα επιβαρυντικούς όρους εργασίας, οι οποίοι συχνά είναι επιβλαβείς και για την ίδια την υγεία τους. Με το παρόν άρθρο, θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει αναφορικά με το ωράριο εργασίας και θα περιγράψουμε τις δυνατότητες προστασίας που διαθέτει ο εργαζόμενος έναντι δυσμενών όρων εργασίας που του επιβάλλει ο εργοδότης.
Το νόμιμο ωράριο
Για την πληρέστερη προστασία του εργαζομένου, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει το «νόμιμο ωράριο», δηλαδή την ανώτατη επιτρεπόμενη χρονική διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζομένου. Το νόμιμο ωράριο δεν μπορεί να μεταβληθεί με συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, παρά μόνον αν συμφωνηθεί ότι το ωράριο εργασίας θα είναι μικρότερο από το νόμιμο. Σημειώνεται μάλιστα ότι το νόμιμο ωράριο δεν αναφέρεται μόνο σε έναν συγκεκριμένο εργοδότη, αλλά απεναντίας αφορά την εν γένει απασχόληση του εργαζομένου, με αποτέλεσμα να τυγχάνει άκυρη η δεύτερη σύμβαση εργασίας που συνάπτεται με άλλον εργοδότη, εφόσον με την πρώτη σύμβαση εργασίας εξαντλούνται τα ανώτατα όρια της ημερήσιας απασχόλησης.
Γενικό νόμιμο ωράριο
Το γενικό νόμιμο ωράριο, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα της 27.6/4.7.32, ορίζεται σε οκτώ (8) ώρες ημερησίως και σαράντα οκτώ (48) ώρες εβδομαδιαίως. Ήδη με την από 14.02.1984 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, το εβδομαδιαίο νόμιμο ωράριο ορίστηκε σε σαράντα (40) ώρες και καθιερώθηκε το πενθήμερο σύστημα εργασίας. Το ωράριο των σαράντα (40) ωρών ανά εβδομάδα ισχύει κατά τρόπο αναγκαστικό για όλους τους εργοδότες και εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκουν (εργάτες, υπάλληλοι κ.ο.κ). Παράλληλα, ωστόσο, έχουν καθιερωθεί μειωμένα ωράρια με ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Οριοθέτηση του ωραρίου εργασίας
Η οριοθέτηση του ωραρίου εργασίας σύμφωνα με τα ανωτέρω, διαδραματίζει μεγάλη σημασία ως προς τον χαρακτηρισμό και την νομική αντιμετώπιση των υπερβάσεών του. Ως υπερεργασία χαρακτηρίζεται η απασχόληση του εργαζομένου πέντε (5) ωρών επί πλέον την εβδομάδα μετά τις 40 ώρες για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν πενθήμερο σύστημα απασχόλησης και οκτώ (8) ωρών επιπλέον την εβδομάδα, για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν σύστημα εξαήμερης απασχόλησης (δηλαδή η 41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα για το σύστημα του πενθημέρου και η 41η, 42η, 43η, 44η, 45η, 46η, 47η, 48η ώρα για το σύστημα του εξαημέρου). Η πραγματοποίηση της υπερεργασίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη και εφόσον ζητηθεί από τον τελευταίο, ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να την παρέχει. Οι ώρες της υπερεργασίας αμείβονται, δυνάμει του Ν. 3863/2010, με ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%.
Από την θεσμοθετημένη υπερεργασία, σύμφωνα με τα ανωτέρω, θα πρέπει να διακρίνει κανείς την απλή υπερεργασία, δηλαδή την απασχόληση καθ’ υπέρβαση του εφαρμοζόμενου σε μία επιχείρηση μικρότερου των σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίου ωραρίου και μέχρι τη συμπλήρωση των σαράντα (40) ωρών. Στην περίπτωση αυτή, οφείλεται το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, χωρίς ωστόσο την αναφερόμενη ανωτέρω προσαύξηση.
Τι ισχύει για τις Υπερωρίες
Από την άλλη πλευρά, ως υπερωρία ορίζεται η απασχόληση του εργαζομένου που υπερβαίνει τα χρονικά όρια του νόμιμου ωραρίου ημερησίας και εβδομαδιαίας απασχόλησης, δηλαδή η απασχόληση πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν πενθήμερο σύστημα απασχόλησης ή των 48 ωρών τη εβδομάδα για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν εξαήμερο σύστημα απασχόλησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπερωριακή απασχόληση συναρτάται με το νόμιμο ωράριο και ως βάση υπολογισμού έχει τόσο την ημερήσια, όσο και την εβδομαδιαία απασχόληση, με αποτέλεσμα να θεωρείται υπερωριακή κάθε απασχόληση που υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο ημερήσιο ωράριο, ακόμα και αν δεν σημειώνεται υπέρβαση της ανώτατης νόμιμης εβδομαδιαίας απασχόλησης. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως για όσους εργάζονται με πενθήμερο σύστημα απασχόλησης είναι σε κάθε περίπτωση υπερωριακή.
Για την παροχή υπερωριακής απασχόλησης, ο νομοθέτης απαιτεί την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων και προϋποθέσεων. Ειδικότερα, με βάση τους Νόμους 4093/2012, 4144/2013 και 4225/2014, απαιτείται για πέραν των 45 ωρών επί πενθημέρου και των 48 ωρών επί εξαημέρου, υποχρεωτική αναγγελία (αντί προέγκρισης) στην αρμόδια υπηρεσία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα. Περαιτέρω, κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου, καθώς και η νόμιμη κατά την ισχύουσα νομοθεσία υπερωριακή απασχόληση καταχωρείται υποχρεωτικά πριν την έναρξη πραγματοποίησής της στο Ειδικό Βιβλίο τροποποίησης ωραρίου εργασίας και υπερωριών που τηρείται από τον εργοδότη, χωρίς να απαιτείται θεώρησή του από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΣΕΠΕ.
Οι εν λόγω αλλαγές που καταγράφονται στο ειδικό βιβλίο θα πρέπει να υπογράφονται από τον εργαζόμενο, για να θεωρηθεί ότι αυτός έχει λάβει γνώση και ότι τις εγκρίνει. Αναλυτικότερα, στο Ειδικό Βιβλίο αναγράφονται σε ξεχωριστές στήλες: α) το ονοματεπώνυμο και η ειδικότητα του μισθωτού, β) η ώρα έναρξης και λήξης του ωραρίου εργασίας, γ) η τροποποίηση που επέρχεται στο ωράριο εργασίας, δ) η ημερομηνία πραγματοποίησης της τροποποίησης ή της υπέρβασης του νομίμου ωραρίου, ε) η ώρα έναρξης και λήξης της υπέρβασης του νομίμου ωραρίου, στ) η αιτία για την οποία πραγματοποιείται η υπερωριακή απασχόληση, ζ) η ημερομηνία χορήγησης αναπληρωματικής ανάπαυσης (ρεπό), όπου απαιτείται. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Νόμο 3846/2010, το ανώτατο όριο υπερωριακής εργασίας που επιτρέπεται από τις Κοινωνικές Επιθεωρήσεις Εργασίας (ΣΕΠΕ) είναι 120 ώρες ετησίως προκειμένου περί μη βιομηχανικών επιχειρήσεων και 30 ή 25 ώρες ανάλογα με τις κατηγορίες των βιομηχανικών επιχειρήσεων όπως αυτές καθορίζονται ανά εξάμηνο με κοινές υπουργικές αποφάσεις των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομικών.
Εφόσον τηρηθούν οι ανωτέρω περιγραφόμενες προϋποθέσεις, η εργασία από την 46η ώρα (πενθήμερο) και 49η (εξαήμερο) έως τις 120 ώρες ετησίως, αμείβεται με προσαύξηση 40% στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο (άρθρο 74 του Ν.3863/2010). Η υπέρβαση των 120 ωρών νόμιμη υπερωρίας ετησίως αμείβεται με προσαύξηση 60% στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο (άρθρο 74 του Ν. 3863/2010).
Σε περίπτωση, ωστόσο, που δεν τηρηθούν οι ως άνω διατυπώσεις και προϋποθέσεις, η υπερωρία θεωρείται μη νόμιμη («κατ’ εξαίρεση») και αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80%. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υπολογισμός της προσαύξησης γίνεται επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου και όχι επί του νόμιμου.