Η εκβίαση, είναι ένα αδίκημα που χαρακτηρίζεται από συνθετότητα και νομική πολυπλοκότητα. Συντίθεται από το στοιχείο της βίας, η οποία μπορεί να είναι άμεση σωματική βία ή έμμεση βία και να στρέφεται κατά πραγμάτων. Όμως, στο έγκλημα της εκβίασης, η βία δε μπορεί να είναι απόλυτη, αλλά ψυχολογική. Στο έγκλημα της εκβίασης η βία μπορεί να έχει ως αποδέκτη της, είτε στον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, είτε κάποιον τρίτο, για τον οποίον νοιάζεται το πρόσωπο που δέχεται εξαναγκασμό.
Ποια είναι όμως η πρόβλεψη του ποινικού κώδικα για την εκβίαση;
Μετά από τον νόμο 4619/2019 και συγκεκριμένα στο άρθρο 385 ΠΚ, για το έγκλημα της εκβίασης προβλέπονται τα ακόλουθα: <<1. Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει άλλον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.
- Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής τιμωρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 380 ΠΚ.
- Η εκβίαση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον. Αν την παραπάνω πράξη τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.>>
Προαναγγελία κακού, συνιστά η απειλή που συνθέτει το έγκλημα της εκβίασης την οποία προτίθεται ο δράστης να κάνει πράξη, κατά του προσώπου που δέχεται εξαναγκασμό ή άλλου προσώπου και σκοπεύει να εξαναγκάσει το θύμα να πράξει, να παραλείψει ή να ανεχθεί κάτι, με αρνητικές επιπτώσεις στη περιουσία του. Δεν είναι απαραίτητο να είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί το κακό που απειλείται από το δράστη. Αρκεί ο δράστης να έδωσε την εντύπωση πως να το υλοποιήσει, είτε ο ίδιος, είτε μέσω τρίτου προσώπου.
Η απειλή που εξαπολύει ο δράστης στο έγκλημα της εκβίασης, μπορεί να στρέφεται κατά οποιουδήποτε έννομου αγαθού του θύματος και ο κίνδυνος του σώματος ή ζωής, μπορεί να μην είναι άμεσος αλλά απομακρυσμένος, όπως γίνεται παραδείγματος χάριν στο έγκλημα της ληστείας. Θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια στο έγκλημα της εκβίασης μεταξύ της βίας ή της απειλής και της σύμμόρφωσης του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Σημαντικό είναι να επισημανθεί πως, θα πρέπει το θύμα να αντιλήφθηκε ως σοβαρή την απειλή του δράστη.
Μας ενδιαφέρει το πως εισέπραξε την απειλή το συγκεκριμένο άτομο – θύμα εκβίασης και όχι το πως θα αντιδρούσε ο μέσος άνθρωπος σε αυτή. Η ζημία στη περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή τρίτου, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της εκβίασης. Ζημία στη περιουσία του θύματος της εκβίασης υφίσταται, όταν μειώνεται το ενεργητικό του θύματος ή αυξάνεται το παθητικό του. Αρκεί και η διακινδύνευση του περιουσιακού στοιχείου, χωρίς να είναι απαραίτητη η πλήρης απώλεια του. Αναγκαία είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της πράξεως του εξαναγκασμού και τη ζημίας στη περιουσία.
Σκοπός του δράστη για παράνομο περιουσιακό όφελος
Στο έγκλημα της εκβίασης, θα πρέπει ο δράστης να έχει σκοπό να αποκομίσει από το θύμα παράνομο περιουσιακό όφελος. Αυτό αποτελεί το λεγόμενο υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου, αφού το έγκλημα της εκβίασης ανήκει στη κατηγορία των εγκλημάτων υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Ως παράνομο ορίζεται το περιουσιακό όφελος, που δε συνιστά αντικείμενο νομίμου απαιτήσεως.
Ως έγκλημα μεταβιβάσεως περιουσίας που είναι η εκβίαση, θα πρέπει η περιουσιακή διάθεση του ενός να βρίσκεται σε αναντιστοιχία με το όφελος κάποιου άλλου. Αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκβίασης, ο δόλος του δράστη είναι απαραίτητος, ο οποίος θα πρέπει να περιλαμβάνει πως η βία ή η απειλή που δέχεται το θύμα, μπορούν να το εξαναγκάσουν σε μια συμπεριφορά άλλη, από τη πραγματική θέληση του.
Για να πληρείται η νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος της εκβίασης, θα πρέπει να υφίστανται τα ακόλουθα:α) βία ή απειλή, β) εξαναγκασμός του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) περιουσιακή ζημία του θύματος. Απόπειρα εκβίασης έχουμε, αν δε πληρωθούν όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκβίασης, παρά μόνο κάποια από αυτά. Επίσης απόπειρα εκβίασης υπάρχει και στις περιπτώσεις που η βία ή η απειλή που εξαναγκάζουν το θύμα, αν και δε του δημιουργούν περιουσιακή ζημία, δεν είναι κατάλληλες να αποφέρουν στο δράστη παράνομο περιουσιακό όφελος.
Η σύγκριση του εγκλήματος της εκβίασης με τα εγκλήματα της απάτης και της ληστείας είναι ιδιαιτέρως σημαντική, για να κατανοηθεί καλύτερα το συγκεκριμένο αδίκημα. Σχετικά με τη σχέση της εκβίασης με την απάτη, θα λέγαμε πως υπάρχει φαινομενική συρροή κατά την οποία απορροφάται η πράξη της εξαπάτησης που χρησιμοποιεί ο δράστης, για να ενισχύσει την απειλή. Σε σχέση με τη ληστεία οι διαφορές είναι πως, ενώ στη ληστεία πραγματοποιείται από το δράστη αφαίρεση κινητού πράγματος, στην εκβίαση γίνεται βλάβη στη περιουσία του θύματος. Μάλιστα στην εκβίαση μπορούμε να έχουμε οποιουδήποτε είδους απειλή, ενώ στο έγκλημα της ληστείας η απειλή πρέπει να είναι σώματος ή ζωής.
Συμπερασματικά
Ανακεφαλαιώνοντας, στο έγκλημα της εκβίασης θα πρέπει ο δράστης να χρησιμοποιεί βία ή απειλή, για να εξαναγκάσει το θύμα σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, με ζημία στη περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή τρίτου και να σκοπεύει να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος. Απαραίτητο στοιχείο στο έγκλημα της εκβίασης, είναι ο δόλος του δράστη, να θεωρεί δηλαδή πως η βία ή η απειλή μπορούν να οδηγήσουν στην αλλαγή, της αρχικής θελήσεως του θύματος.