Η έννοια της διάστασης προκαλεί ερωτηματικά σε αρκετούς εντολείς, καθώς αν και κατανοούν κατά προσέγγιση τη σημασία του όρου, δε μπορούν να τον προσδιορίσουν επακριβώς και σε αρκετές περιπτώσεις, τον συγχέουν με το διαζύγιο. Αρχικά, θα πρέπει να λεχθεί πως κάποιος που βρίσκεται σε διάσταση είναι παντρεμένος και θα παραμείνει, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση διαζυγίου μετά από αγωγή λύσης γάμου του ίδιου ή του συζύγου του.
Για να προσδιοριστεί και για να κατανοηθεί πληρέστερα η έννοια της διάταξης, θα ήταν ωφέλιμο να εξεταστεί σε αντιπαραβολή, με την έννοια της συμβίωσης. Η συμβίωση αποτελεί μία αόριστη νομική έννοια, της οποίας το περιεχόμενο είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, ανάλογα με τα κοινωνικά ήθη που επικρατούν με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, η συμβίωση συμπεριλαμβάνει δύο στοιχεία το εξωτερικό υλικό (corpus) και το εσωτερικό ψυχολογικό (animus). Tο πρώτο στοιχείο αφορά τις εξωτερικές εκδηλώσεις της διαβίωσης των συζύγων, όπως ενδεικτικά είναι η κοινωνική τους ζωή και η συγκατοίκηση τους, ενώ στο εσωτερικό ψυχολογικό (animus) στοιχείο, περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που δημιουργούν τη σχέση συντροφικότητας, πίστης, σεβασμού και αγάπης ανάμεσα στο ζεύγος.
Ποιος είναι ο επιστημονικός ορισμός της διάστασης;
Ως διάσταση ορίζεται εκ του νόμου, η φυσική και ψυχική απομάκρυνση ανάμεσα στους συζύγους, με την πρόθεσή τους να μην έχουν πια κοινωνία βίου. Τα περιστατικά που οδήγησαν στη φυσική και ψυχική απομάκρυνση των συζύγων είναι νομικά αδιάφορα, αλλά αυτό που ενδιαφέρει το νόμο είναι το γεγονός ότι επήλθε διάσταση ανάμεσα τους. Έτσι σε περίπτωση που υπάρχει θέληση για κοινωνία βίου, χωρίς να υφίσταται φυσική συνοίκηση των συζύγων, δεν υφίσταται διάσταση. Κρατούσα θέση στη νομολογία είναι, πως προέχει στην αξιολόγηση για το αν υφίσταται διάσταση ή όχι, το εσωτερικό βουλητικό στοιχείο, καθώς είναι αυτό που χαρακτηρίζει την έγγαμη σχέση και όχι το εξωτερικό υλικό στοιχείο της συγκατοίκησης. Βέβαια, υπάρχει και η άποψη πως για να θεωρηθεί πως υφίσταται διάσταση, θα πρέπει να λείπουν, είτε τα εξωτερικά, είτε τα εσωτερικά γνωρίσματα της έγγαμης συμβίωσης. Ο Άρειος Πάγος μάλιστα, έχει δεχθεί πως υφίσταται διάσταση εκ της απομάκρυνσης του ενός εκ των συζύγων από τη συζυγική στέγη, η οποία έχει ως πρόθεση τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης.
Ωστόσο, η υπεροχή του βουλητικού στοιχείου αναφορικά με τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, σε σχέση με το υλικό στοιχείο της συνύπαρξης, φαίνεται από το γεγονός πως έχει νομολογιακά κριθεί, ότι η απομάκρυνση του συζύγου εκ της συζυγικής στέγης, δεν αποτελεί από μόνη της πρόθεση για διάσταση καθώς μπορεί ο σύζυγος να έφυγε μεν από τη συζυγική στέγη, χωρίς όμως πρόθεση οριστικής διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, αλλά για άλλους λόγους όπως ενδεικτικά μπορεί να είναι, επαγγελματικοί λόγοι.
Σε ποιες περιπτώσεις δεν στοιχειοθετείται διάσταση παρά την απουσία συνοίκησης;
Δεν υφίσταται διάσταση όταν η βούληση των συζύγων δεν αποβλέπει στη λύση της συζυγικής σχέσης. Συνήθεις τέτοιες περιπτώσεις είναι, όταν ο σύζυγος αναγκάζεται να απομακρυνθεί από τη συζυγική στέγη, για λόγους εργασίας, στράτευσης ή άλλους λόγους, έχοντας ωστόσο το ψυχικό ενδιαφέρον να νοιάζεται συντροφικά για το σύζυγο του.
Διάσταση στο ίδιο σπίτι. Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί;
Ακόμη και στις περιπτώσεις της συνοίκησης, ήτοι επί κοινής συστέγασης των συζύγων, μπορεί να υφίσταται διάσταση των συζύγων. Τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτές, κατά τις οποίες οι σύζυγοι δεν έχουν σωματική ή ψυχική επαφή μεταξύ τους, πρόκειται δηλαδή για περιπτώσεις νεκρού γάμου. Κοινωνικοοινομικοί λόγοι και λόγοι αδυναμίας ανεύρεσης άλλης κατοικίας, σε αρκετές περιπτώσεις αναγκάζουν το ζεύγος να μένει μαζί, χωρίς να έχει πρόθεση έγγαμης συμβίωσης και συζυγικού ενδιαφέροντος.
Ποια είναι τα περιστατικά που ερευνώνται από το δικαστήριο, για το αν υφίσταται διάσταση ή όχι ανάμεσα στο ζεύγος;
Το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει για το αν λείπει ή όχι το ψυχολογικό στοιχείο της συζυγικής συμβίωσης, κρίνει σύμφωνα με τις ειδικότερες συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη περίπτωση και όχι γενικά και αφηρημένα.
Ποιο είναι το χρονικό σημείο στο οποίο εντοπίζεται η έναρξη της διάστασης;
Για το συγκεκριμένο ερώτημα υπάρχουν περισσότερες προσεγγίσεις. Ωστόσο, θα αναφερθούν στο παρόν άρθρο οι κυριότερες. Μία άποψη είναι πως το χρονικό σημείο έναρξης της διάστασης εντοπίζεται, όταν συνυπάρξουν το εξωτερικό αντικειμενικό (υλικό) στοιχείο και το εσωτερικό υποκειμενικό (βουλητικό) στοιχείο της διάστασης. Δηλαδή όταν εντοπιστούν και τα δύο στοιχεία, που συναπαρτίζουν τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Μια άλλη άποψη είναι πως, η έναρξη της διάσταση εντοπίζεται στο χρονικό σημείο που λείπει, το ένα από τα παραπάνω στοιχεία. Επικρατούσα είναι η θέση πως η έναρξη της διάστασης εντοπίζεται, στο χρονικό σημείο της εκδήλωσης του βουλητικού στοιχείου της διαστάσεως, που είναι και το πλέον κρίσιμο για τη κατάφαση της διάστασης, κάτι που σημαίνει πως αν η συνοίκηση συνεχίζεται παρόλο που εξαφανίστηκε η διάθεση συζύγων για έγγαμη σχέση, το βουλητικό στοιχείο της απουσίας της διάθεσης για έγγαμη συμβίωση, αποτελεί και το επικρατέστερο για τον εντοπισμό της διάστασης.
Η έννοια της διάστασης είναι ιδιαίτερα σημαντική στις υποθέσεις λύσης του γάμου, καθώς μπορεί να οδηγήσει στο αμάχητο τεκμήριο του κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης, σε περίπτωση που η διάρκεια της διάστασης υπερβαίνει τα δύο έτη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι μικρές διακοπές της διάστασης για την αποκατάσταση της έγγαμης σχέσης, ως προσπάθεια του ζεύγους να σώσει το γάμο του ή έστω να προσπαθήσει για αυτό, δεν αφαιρούνται ως χρονικά διαστήματα από τον χρόνο που απαιτεί η νομοθεσία, για τη συμπλήρωση του αμάχητου τεκμηρίου της διετούς διάστασης.
Συμπερασματικά
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως η διάσταση αποτελεί τη κατάσταση κατά την οποία, σταδιακά αποξενώνεται το ζεύγος και χάνει το συντροφικό του δεσμό. Σε περίπτωση μάλιστα ύπαρξης τέκνων, ίσως χρειαστεί να ρυθμιστούν τα ζητήματα που αφορούν αυτά, αν το έτερο μέρος αδιαφορεί με τη ταχύρρυθμη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και της προσωρινής διαταγής.