Η προσβολή της πατρότητας. Το οικογενειακό δίκαιο, εστιάζει ιδιαιτέρως στους συγγενικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ γονέων και τέκνων και ως εκ τούτου ο νομοθέτης, έχει προβλέψει με σαφήνεια και πληρότητα τις διαδικασίες που μπορούν να πραγματοποιηθούν σε περιπτώσεις που υπάρχει αμφιβολία, ως προς τη συγγένεια τέκνου με τον πατέρα του.
Συγκεκριμένα, στον αστικό μας κώδικα τεκμαίρεται πως η διάρκεια της κυοφορίας είναι 9 μήνες και πώς η γυναίκα γέννα το παιδί του συζύγου της, αν αυτό προέκυψε κατά τη διάρκεια του γάμου ή μέσα σε χρονικό διάστημα τριακοσίων ημερών, από τη λύση ή ακύρωση του γάμου κατά το άρθρο 1465 α.κ. Βέβαια, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που αυτό το τεκμήριο δεν είναι δυνατόν να ανταποκριθεί εκ των πραγμάτων στην πραγματικότητα, γιατί μπορεί ο βιολογικός πατέρας του τέκνου που γεννιέται, να μην είναι ο σύζυγος της μητέρας. Θα πρέπει λοιπόν μέσω νομικών διαδικασιών, να αποκατασταθεί η αλήθεια και να αποκτήσει το τέκνο που γεννήθηκε νομικώς, τη συγγένεια με το βιολογικό του πατέρα.
Ποια είναι όμως τα πρόσωπα που τους επιτρέπεται εκ του νόμου, να ασκήσουν την αγωγή για την προσβολή της πατρότητας;
H συγκεκριμένη αγωγή μπορεί να ασκηθεί σύμφωνα με τον νόμο, πάντα δια πληρεξουσίου δικηγόρου, από τον τεκμαιρόμενο πατέρα του τέκνου, ήτοι το σύζυγο της μητέρας του τέκνου, από τους γονείς του τεκμαιρόμενου πατέρα του τέκνου, σε περίπτωση που αυτός πέθανε χωρίς να έχει απωλέσει το δικαίωμα προσβολής πατρότητας, από το τέκνο, από τη μητέρα του τέκνου, από τον άντρα με τον οποίον η μητέρα του τέκνου, αν και βρισκόταν σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε πραγματοποιήσει ολοκληρωμένη ερωτική σχέση, κατά το διάστημα που το τέκνο συνελήφθη.
Κάθε ένα από τα αναφερθέντα πρόσωπα δύναται να ασκήσει αγωγή. Άσχετα με τις ενέργειες που θα πραγματοποιήσουν τα έτερα πρόσωπα, η συγκεκριμένη αγωγή που αφορά την προσβολή της πατρότητας, πραγματοποιείται στο μονομελές πρωτοδικείο κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφόρων, όπως προβλέπει το άρθρο 592 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Όποιος ασκεί την αγωγή θα πρέπει να αποδείξει, είτε πως η μητέρα δε συνέλαβε από το σύζυγο της και αυτός δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, είτε πως κατά το χρονικό διάστημα της σύλληψης, θα ήταν αδύνατο να συλλάβει από το σύζυγό της λόγω ανικανότητας ή σαρκικής αποχής ή θανάτου του συζύγου της.
Το γεγονός της μη σύλληψης της μητέρας από το σύζυγό της, αποδεικνύεται μέσα από την εξέταση DNA. Θα πρέπει να επισημανθεί πως, ο ενάγοντας δύναται να χρησιμοποιήσει κάθε αποδεικτικό μέσο για να αποδείξει πως δεν ισχύει το τεκμήριο της πατρότητας. Καθίσταται λοιπόν σαφές πώς, το αποδεικτικό μέσο της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη δίκη προσβολής πατρότητας. Στις περισσότερες περιπτώσεις λοιπόν, ο δικαστής διατάζει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία πραγματοποιείται με την εξέταση DNA, ώστε να αποδειχθεί αν υπάρχει ή όχι βιολογική συγγένεια με το σύζυγό της μητέρας και το τέκνο. Σε περίπτωση μάλιστα που κάποιο από τα πρόσωπα αρνηθεί την πραγματοποίηση ιατρικής εξετάσεως, χωρίς κάποιο λόγο, τότε θεωρείται πως οι ισχυρισμοί του αντιδίκου είναι αποδεδειγμένοι.
Δικαίωμα για άσκηση αγωγής προσβολής πατρότητας
Ωστόσο, το δικαίωμα για άσκηση αγωγής προσβολής πατρότητας ασκείται εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων. Συγκεκριμένα, ο σύζυγος της μητέρας, χάνει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή προσβολής πατρότητας, μετά την παρέλευση ενός έτους από τότε που πληροφορήθηκε το γεγονός και τα περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα, πως το τέκνο δεν είναι δικό του. Σε κάθε περίπτωση, δεν δύναται να ασκηθεί αγωγή προσβολής της πατρότητας, μετά από πέντε έτη από τον τοκετό, από τον σύζυγό της μητέρας. Το δικαίωμα για άσκηση αγωγής προσβολής πατρότητας, χάνουν ο πατέρας και η μητέρα του συζύγου, μετά την πάροδο ενός έτους από τότε που έμαθαν τον θάνατο του γιου τους και τη γέννηση του τέκνου. Το ίδιο το τέκνο χάνει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή προσβολής της πατρότητας, ένα χρόνο μετά την ενηλικίωσή του.
Η μητέρα του τέκνου, χάνει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή για προσβολή της πατρότητας, μετά την παρέλευση ενός έτους από τον τοκετό, εκτός και αν υφίσταται σοβαρός λόγος, που την οδήγησε στο να μη την προσβάλει κατά τη διάρκεια του γάμου της, οπότε της παρέχεται χρονικό πλαίσιο έξι μηνών από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της. Ο άντρας που έχει έρθει σε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, χάνει το δικαίωμα για άσκηση αγωγής, αφού παρέλθουν δύο έτη από τον τοκετό. Σε περίπτωση που ασκηθεί αγωγή προσβολής πατρότητας και γίνει δεκτή από το δικαστήριο, το τέκνο χάνει την ιδιότητα του τέκνου γεννημένο σε γάμο και μάλιστα αναδρομικά, από τη γέννηση του.
Η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, θα πρέπει να καταστεί αμετάκλητη. Μετά από τη δικαστική απόφαση, το τέκνο χάνει κάθε συγγένεια με το σύζυγό της μητέρας του. Συνοψίζοντας, η πρόοδος της επιστήμης με την εξέταση DNA, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στις αγωγές που αφορούν προσβολή της πατρότητας και έχει συνδράμει καθοριστικά, στο να αποκαθίσταται η αλήθεια και το τεκνό να αποκτά τόσο βιολογικά, όσο και νομικά τη συγγένεια που τον συνδέει με τον βιολογικό του πατέρα. Επισημαίνεται πώς, η αγωγή για προσβολή της πατρότητας, ασκείται εντός περιορισμένων και αυστηρά καθορισμένων χρονικών ορίων.