Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που άνθρωποι που δεν είναι φερέγγυοι στις συναλλαγές τους, χρησιμοποιούν ακάλυπτες επιταγές προκειμένου να εξαπατήσουν τους συνανθρώπους τους, για να λάβουν παράνομο περιουσιακό όφελος προφασιζόμενοι ανύπαρκτο τραπεζικό αντίκρισμα στους λογαριασμούς τους.
Θα πρέπει όλοι να είμαστε προσεκτικοί κατά τις συναλλαγές μας, αλλά και σε περίπτωση που εξαπατηθούμε, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως τα αστικά και τα ποινικά δικαστήρια, καθώς και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα έχουν λάβει σοβαρά μέτρα, για την ουσιαστική και έγκαιρη αντιμετώπιση του φαινομένου των ακάλυπτων επιταγών. Το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι αρκετά σύνηθες. Ποια είναι όμως η διαδικασία που ακολουθείται, όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη μίας ακάλυπτης επιταγής; Aρχικά, η πρώτη ενέργεια που ακολουθείται είναι η αναγγελία της επιταγής στον Τειρεσία, που είναι ο αρμόδιος φορέας για τη προάσπιση της διαφάνειας των συναλλαγών και αποτελεί ουσιαστικά το <<οικονομικό μητρώο>> των συναλλασσόμενων. Συγκεκριμένα, η τράπεζα προβαίνει σε σφράγιση της επιταγής, καθώς λείπουν τα διαθέσιμα κεφάλαια για την κάλυψη της αξίας της επιταγής στο λογαριασμό του εκδότη, και έπεται η αναγγελία από το υποκατάστημα στον Τειρεσία και η αναγραφή του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής στη μαύρη λίστα του Τειρεσία. Η αναγραφή του εκδότη της επιταγής στον Τειρεσία, έχει ως συνέπεια τη γνωστοποίηση των στοιχείων του σε όλες τις τράπεζες, καθώς ο Τειρεσίας αποτελεί μία διατραπεζική εταιρία με στόχο την παροχή πληροφοριών σε αυτές. Μόλις λοιπόν οι τράπεζες λάβουν γνώση της σφράγισης επιταγής, παύουν τη χορήγηση οποιασδήποτε πίστωσης στον εκδότη αυτής.
Ακάλυπτη επιταγή και διαταγή πληρωμής
Ο δανειστής της ακάλυπτης επιταγής, μπορεί να ζητήσει με αίτηση του στο αρμόδιο δικαστήριο, η οποία δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή και με προσωρινή διαταγή από τον πρόεδρο της υπηρεσίας, τη συντηρητική κατάσχεση, καθώς και να απαγορευτεί η μεταβίβαση και η αλλαγή της πραγματικής και νομικής κατάστασης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του εκδότη. Πέραν τούτου ο δανειστής μιας ακάλυπτης επιταγής, μπορεί να ζητήσει με αίτηση του να εκδοθεί διαταγή πληρωμής από το αρμόδιο δικαστήριο σε βάρος όχι μόνο του προσώπου που πραγματοποίησε την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, αλλά και όλων των υπολοίπων που οπισθογράφησαν την επιταγή, γεγονός που έχει αλυσιδωτές συνέπειες, όχι μόνο για τον εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, αλλά και για τους οπισθογράφους αυτής. Έπειτα ακολουθεί η διαδικασία της αναγγελίας της διαταγής πληρωμής στον Τειρεσία. Η επόμενη ενέργεια είναι η καταχώρηση της διαταγής πληρωμής στη λίστα που διατηρεί ο Τειρεσίας, με τα στοιχεία των προσώπων κατά του οποίου στρέφεται, εφόσον φυσικά προηγηθεί ο έλεγχος ότι επιδόθηκε η διαταγή πληρωμής σε αυτούς. Μάλιστα, στο παρόν σημείο είναι σημαντικό να λεχθεί πως ο ανυποψίαστος οπισθογράφος της επιταγής, είναι αναγκασμένος να πληρώσει την επιταγή προς εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, παρόλο που έχει αποπληρώσει την οφειλή του, ώστε να αποφύγει να καταχωρηθεί στα μαύρα μητρώα του Τειρεσία. Τόσο ο κομιστής της ακάλυπτης επιταγής, είτε είναι ο πρώτος ή ο ενδιάμεσος ή ο τελευταίος, μπορεί να πραγματοποιήσει έγκληση κατά του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών μέσα σε τρεις μήνες από τη σφράγιση της.
Το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής προβλέπεται στο άρθρο 79 του Νόμου 5960/1933. Για την στοιχειοθέτησή του απαιτούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) Η έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλ. η συμπλήρωση των κατά το άρθρο 1 Ν 5960/1933 στοιχείων επί του εντύπου, 2) Η υπογραφή του εκδότη, η οποία πρέπει να είναι οπωσδήποτε χειρόγραφη και συνήθως ιδιόγραφη, ενώ είναι αδιάφορο αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό χρέος του εκδότη και βαρύνει προσωπικό του λογαριασμό ή για οφειλή άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) Η εμπρόθεσμη εμφάνιση προς πληρωμή και 4) η έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, με αυτονόητη συνέπεια την μη πληρωμή του τελευταίου κομιστή/δικαιούχου της επιταγής. Σκοπός της μήνυσης για ακάλυπτη επιταγή είναι, η ποινική τιμωρία του εκδότη και όχι το να εισπραχθεί κάποιο χρηματικό ποσό. Ιδιαίτερα ουσιώδης ενέργεια είναι, η άσκηση αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία λόγω της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Στη πράξη τόσο η μήνυση, όσο και η αγωγή αδικοπραξίας κατά του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, είναι πολύ αποτελεσματικά μέτρα, καθώς μέσω της μήνυσης απειλείται ποινική τιμωρία για τον εκδότη της ακάλυπτης επιταγής και μέσω της αγωγής το δικαστήριο, θα διατάξει κατά πάσα πιθανότητα προσωπική κράτηση κατά του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, χρονικής διάρκειας ανάλογης με το ποσό της ακάλυπτης επιταγής.
Συμπερασματικά
Συμπερασματικά, η νομοθεσία σε συνδυασμό με το τραπεζικό σύστημα παρέχει πληρέστατη κάλυψη στους συμπολίτες μας, που έπεσαν θύματα ακάλυπτης επιταγής. Τόσο τα αστικά δικαστήρια με τις ταχύρρυθμες διαδικασίες των ασφαλιστικών μέτρων, της προσωρινής διαταγής και της αγωγής, όσο και τα ποινικά δικαστήρια, μπορούν να αποτελέσουν ένα ουσιώδες μέσο πίεσης, προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημιά που υποστήκατε και να τιμωρηθεί ο δράστης. Τέλος, οι εν δυνάμει δράστες που σκοπεύουν να εξαπατήσουν τους συνανθρώπους τους, εκδίδοντας ακάλυπτες επιταγές, θα πρέπει να γνωρίζουν πως η τιμώρηση τους σε τραπεζικό, δικαστηριακό και ποινικό επίπεδο είναι δεδομένη και ως εκ τούτου, θα πρέπει να απέχουν από τέτοιες δραστηριότητες, αφενός γιατί είναι ανήθικες, αφετέρου γιατί είναι πρόδηλα παράνομες και καταδικαστέες.