Δεν είναι λίγοι οι εντολείς που αντιμετωπίζουν εργασιακά προβλήματα και έρχονται στο δικηγορικό μου γραφείο, με την απορία τι ισχύει με την λεγόμενη ρήτρα μη ανταγωνισμού που έχουν υπογράψει στη σύμβαση εργασίας τους. Μάλιστα, η ρήτρα μη ανταγωνισμού είναι αρκετά συνηθισμένη σε πληθώρα εργασιακών σχέσεων, διαφορετικών μάλιστα αντικειμένων.
Είναι γεγονός πως από τη συγκεκριμένη ρήτρα, οι εργαζόμενοι νιώθουν εγκλωβισμένοι και θεωρούν, πως η ρήτρα μη ανταγωνισμού έχει υπερβολικό χαρακτήρα και τους δεσμεύει σε μεγάλο βαθμό και για εκτεταμένη χρονική διάρκεια. Στη πράξη και στην εργασιακή καθημερινότητα, συνηθίζεται να υπάρχουν όροι (ρήτρες) σε συμβάσεις εργασίας, που περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία του εργαζόμενου. Συχνά οι συγκεκριμένες ρήτρες, αφορούν την απαγόρευση της άσκησης ανταγωνιστικών πράξεων από τον εργαζόμενο, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην επιχείρηση που έχει υπογράψει τη σύμβαση της εργασίας του, αλλά και για το χρονικό διάστημα που είναι μεταγενέστερο της λύσεως της συμβάσεως της σχέσεως εργασίας. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, οι ρήτρες μη ανταγωνισμού αναφέρουν, πως ο εργαζόμενος δεν θα επιτρέπεται να εργαστεί σε επιχείρηση με συναφές αντικείμενο δραστηριότητας για ένα χρόνο ή και περισσότερο, μετά τη λύση σύμβαση εργασίας του.
Θα πρέπει όμως να γνωρίζετε πως, η υποχρέωση που έχει ο εργαζόμενος να παραλείπει πράξεις ανταγωνιστικής δράσης, κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η σύμβαση εργασίας του, είναι κάτι το θεμιτό και βασίζεται στην αρχή της καλής πίστης, κατά το άρθρο 288 Α.Κ. Ωστόσο, για το χρονικό διάστημα που αφορά την εργασία του, μετά τη λύση της συμβάσεως εργασίας, ο εργαζόμενος έχει την απόλυτη ελευθερία να ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα επιθυμεί και να αναπτυχθεί επαγγελματικά, χωρίς να περιορίζεται από τις αναφερθείσες ρήτρες, καθώς τέτοιοι περιορισμοί ανάγονται στη σφαίρα της καταχρηστικότητας. Αν και εκ της αρχής της συμβατικής ελευθερίας που προβλέπεται στο άρθρο 361 Α.Κ., υπάρχει η δυνατότητα εργοδότες και εργαζόμενοι να συμφωνήσουν ελεύθερα, πώς η υποχρέωση για μη ανταγωνιστικές ενέργειες, θα επεκτείνεται και για το χρονικό διάστημα που έπεται τις συναφθείσας εργασιακής σχέσης, αυτό δεν σημαίνει πως η συγκεκριμένη ρήτρα θα είναι έγκυρη και νόμιμη, αλλά αντιθέτως πρόκειται για μία ρήτρα που θα πρέπει να ελεγχθεί, για τυχόν καταχρηστικότητα.
Τα δικαστήρια κατά την κρίση τους, για το αν μία συμφωνηθείσα ρήτρα θα πρέπει να ισχύει και για χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της λύσεως της εργασιακής σχέσης, σταθμίζουν για το αν η συγκεκριμένη ρήτρα υπηρετεί τη διαφύλαξη και προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων του εργοδότη και δεν αποτελεί μία καταχρηστική ρήτρα, που περιορίζει την επαγγελματική ελευθερία του εργαζόμενου. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο σύμφωνα με τη νομολογία, ήτοι τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν επιληφθεί του συγκεκριμένου ζητήματος είναι τα ακόλουθα: 1) η χρονική διάρκεια, καθώς και η εδαφική έκταση του χαρακτήρα της απαγόρευσης, 2) το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζόμενου και 3) η τυχόν ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη. Μάλιστα, θα πρέπει να λεχθεί πως μεγάλο μέρος της νομικής θεωρίας έχει καταλήξει, πως θα πρέπει ο εργοδότης να καταβάλλει εύλογη αποζημίωση στον εργαζόμενο, για να καταστεί έγκυρη η ρήτρα, που αφορά την παράλειψη πράξεως ανταγωνισμού στο μέλλον, κάτι που όμως η ελληνική νομολογία δεν το θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση, αν και είναι ένα από τα κριτήρια που συνεκτιμά, καθώς αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στους υπόλοιπους όρους, τις δεσμεύσεις δηλαδή, τη χρονική διάρκεια του περιορισμού, την έκταση του περιορισμού, καθώς και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας.
Αν λοιπόν κριθεί από τα δικαστήρια, πως η ρήτρα που αφορά την παράλειψη πράξεων ανταγωνισμού από τον εργαζόμενο, για χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της λύσεως της συμβάσεως εργασίας είναι έγκυρη, τότε ο εργοδότης σε περίπτωση που αποδείξει πως ο εργαζόμενος παραβίασε τη ρήτρα περί μη ανταγωνισμού, έχει τη δυνατότητα να αξιώσει σε βάρος του εργαζόμενου, την άρση της προσβολής και τη παράλειψή της στο μέλλον, να αξιώσει αποζημίωση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, σε περίπτωση που συντρέχουν φυσικά οι προϋποθέσεις, των διατάξεων των άρθρων 914, 919, 932, 288, 297, 298 ΑΚ.
Συμπερασματικά
Συνοψίζοντας, η ρήτρα μη ανταγωνισμού είναι μία ρήτρα, που συναντάται συχνά στην καθημερινή εργασιακή πρακτική και είναι θεμιτή καθ’ όλο το διάστημα της εργασιακής σχέσης. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις η συγκεκριμένη ρήτρα περί απαγόρευσης πράξεων του ανταγωνισμού, έχει διευρυμένο χαρακτήρα και εκτείνεται σε διάστημα μεταγενέστερο της λήξεως της εργασιακής σχέσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι περιορισμοί στον εργαζόμενο θα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνον εάν υπάρχουν σοβαροί εργοδοτική λόγοι, που μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας και σε διάστημα μεταγενέστερο, της συναφθείσας σύμβασης εργασίας. Η νομοθεσία έχει καταλήξει πως, τα ασφαλέστερα κριτήρια για να διακρίνει, αν όντως θα πρέπει να γίνει δεκτή η ρήτρα μη ανταγωνισμού και για διάστημα μεταγενέστερο της σύμβασης εργασίας είναι, η χρονική διάρκεια και η έκταση της απαγόρευσης, το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δράσης, καθώς και η ύπαρξη ή όχι δικαιολογημένου συμφέροντος του εργοδότη. Θα πρέπει φυσικά να έχουν οι εργοδότες υπόψιν τους, πώς θα πρέπει η ρήτρα μη ανταγωνισμού να εφαρμόζεται με σύνεση και φειδώ, ειδάλλως θα βρεθούν νομικά αντιμέτωποι με το άρθρο 281 ΑΚ, που αφορά την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.