Είναι σύνηθες άλλοτε δικαιολογημένα και άλλοτε όχι οι εγκληματίες ειδεχθών εγκλημάτων (βιασμών, ανθρωποκτονιών, βαριών σωματικών βλαβών) να ζητούν ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να τύχουν της ευνοϊκής μεταχείρισης του νόμου.
Στο ποινικό μας δίκαιο δεν αρκεί μια πράξη να είναι άδικη αλλά θα πρέπει να είναι καταλογιστή στο δράστη. Ως καταλογισμός ορίζεται η ενσωμάτωση του αδίκου στη συνείδηση του δράστη, θα πρέπει δηλαδή να κατανοεί πως εγκληματεί.Μόλις όμως ο δράστης δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, εξ’ αιτίας μόνιμης ή παροδικής διατάραξης της συνείδησης, τότε δεν του καταλογίζεται το έγκλημα που διέπραξε.Αυτό στη πράξη σημαίνει πως δεν του επιβάλλεται ποινή για το τελεσθέν έγκλημα. Ωστόσο, δεν αποφεύγει τον εγκλεισμό του, είτε σε ειδικό χώρο κράτησης για ψυχικά ασθενείς εντός των φυλακών, είτε σε κάποιο κρατικό ψυχιατρείο.
Στο νόμο υπάρχει διπλή διάκριση του ακαταλόγιστου με κριτήριο το χρονικό διάστημα της υφιστάμενης διατάραξης ή νοσηρότητας της συνείδησης του εγκληματία. Συγκεκριμένα, υφίσταται το μόνιμα ακαταλόγιστο σε άτομα που πάσχουν από κάποια σοβαρή ψυχική πάθηση με οργανικά αίτια(σχιζοφρένεια, ψύχωση, παράνοια) και το παροδικά ακαταλόγιστο που εμφανίζεται σε άτομα συνήθως υγιή τα οποία προ της τελέσεως του εγκλήματος βρίσκονταν υπό την επήρεια τοξικών ουσιών (ναρκωτικά, χάπια, υπνωτικά, ψυχότροπες ουσίες) που είχαν σαν αποτέλεσμα να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό το ενσυνείδητο των ενεργειών τους. Ακόμη και η κατάσταση μέθης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ικανότητα για καταλογισμό και συνακόλουθα σε ελαττωμένη ποινή κατ’άρθρον 83 ΠΚ, όχι όμως σε ακαταλόγιστο εκτός αν τα επίπεδα του οινοπνεύματος στο αίμα είναι ακραία. Είναι προφανές πως μειωμένος καταλογισμός δεν υφίσταται αν ο δράστης μέθυσε επίτηδες για να μειώσει τις αναστολές του προκειμένου να τελέσει το έγκλημα.
Ακολουθήστε τον Κωνσταντίνο Καμουζή στο Facebook
Το δικαστήριο εξετάζει πρώτα σε τέτοιες περιπτώσεις αν ευσταθεί το ακαταλόγιστο στο δράστη και σε περίπτωση που κριθεί πως ο δράστης δεν είναι ακαταλόγιστος εξετάζεται αν έχει μειωμένο καταλογισμό όταν τέλεσε το έγκλημα. Επί μειωμένου καταλογισμού η ποινή είναι μειωμένη. Συνήθεις περιπτώσεις μειωμένου καταλογισμού είναι τα ψυχολογικά και όχι ψυχιατρικά προβλήματα (πχ αγχώδεις διαταραχές,κρίσεις πανικού ,κατάθλιψη, δυσθυμία).
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να πιστοποιηθεί το ακαταλόγιστο ή το μειωμένο του καταλογισμού είναι η πραγματογνωμοσύνη από ειδικούς ( ψυχιάτρους, ψυχολόγους). Το δικαστήριο διατάσσει πραγματογνωμοσύνη είτε μετά από αίτηση του κατηγορουμένου, είτε αυτεπάγγελτα χωρίς ωστόσο να δεσμεύεται στην απόφαση του από τη κρίση των πραγματογνωμόνων. Πέρα από τη διαδικασία της πραγματογνωμοσύνης , το ακαταλόγιστο ή το μειωμένα καταλογιστό του δράστη κρίνεται και από τον τρόπο δράσης του στο έγκλημα. Συνήθως, ο ακαταλόγιστος εγκληματίας δρα παρορμητικά, χωρίς μεθοδικότητα και δεν ενδιαφέρεται να καλύψει τα ίχνη του ή να παραπλανήσει τις αρχές.
Συμπερασματικά
Συνοψίζοντας, για τον νόμο ο μόνιμα ακαταλόγιστος δεν εγκληματεί αλλά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος. που χρήζει ιατρικής μέριμνας. Ο παροδικά ακαταλόγιστος δε πρέπει να τιμωρηθεί γιατί δεν είχε καταλάβει το κακό που έκανε στη κοινωνία και τα άτομα με μειωμένο καταλογισμό τιμωρούνται ηπιότερα από τον εγκληματία που δρα με πλήρη συνείδηση των πραττομένων.