Σύμφωνα με το άρθρο 169Α του Ποινικού Κώδικα, η παραβίαση ενός δικαστικού αποφάσεων αντιπροσωπεύει μια αξιόποινη πράξη, και οι κυρώσεις για αυτήν την πράξη περιλαμβάνουν φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή χρηματικό πρόστιμο.
Αυτή η παραβίαση είναι υπόδικη, προσδιοριζόμενη ως εγκληματική, μόνον εάν καταγγείλεται από το θύμα ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του.
Για να αποδειχθεί αυτό το αδίκημα, απαιτούνται τα εξής στοιχεία:
Να υπάρχει εκδοθείσα δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη που αφορά τη ρύθμιση ζητημάτων όπως η νομική κηδεμονία, η επικοινωνία με παιδιά, η κατοχή, η χρήση οικογενειακής κατοικίας ή η κατανομή κινητών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ συζύγων, καθώς και απαγορεύσεις επαφής και επικοινωνίας μεταξύ ατόμων.
Ο δράστης να μην έχει συμμορφωθεί με την προαναφερθείσα απόφαση ή διάταξη.
Παραδείγματα παραβιάσεων δικαστικών αποφάσεων περιλαμβάνουν:
Την κατάληψη ακινήτου από τον πρώην σύζυγο, παρά την έκδοση απόφασης του δικαστηρίου για την αποχώρησή του.
Την αρνητική συμμόρφωση ενός γονέα να παραδώσει το παιδί στον άλλο γονέα, παρά τη δικαστική απόφαση που προβλέπει την επαφή του παιδιού με τον άλλο γονέα.
Την προσέγγιση του παραβάτη από τον πάσχοντα, παρά την απαγόρευση που είχε επιβληθεί από το δικαστήριο.
Σε περίπτωση που ο δράστης παραβιάσει δικαστική απόφαση, ο παθών ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του έχει τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αστυνομική ή εισαγγελική αρχή. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει λεπτομέρειες για τον τρόπο παραβίασης της δικαστικής απόφασης, καθώς και το όργανο της δικαιοσύνης που εξέδωσε την αρχική απόφαση ή την εντολή που παραβιάστηκε.
Η διαδικασία διωγμένου του δράστη ξεκινά με την υποβολή της καταγγελίας. Η αρμόδια αστυνομική αρχή διενεργεί μια αρχική έρευνα και, αν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, αναφέρει την υπόθεση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να προωθήσει την υπόθεση σε δικαστήριο για τη δίκη του δράστη ή να αποφασίσει για τη διεκπεραίωση του ποινικού διωγμένου μέσω προσφοράς ειδικής διαδικασίας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο παθών ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας και να υποστηρίξει την υπόθεσή του. Ο δράστης έχει το δικαίωμα να απολογηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να είναι αθωωτική ή καταδικαστική. Σε περίπτωση καταδίκης, ο δράστης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.